ανακύκλωμα

ανακύκλωμα
το (Α ἀνακύκλωμα) [ἀνακυκλῶ (ΙΙ))]
νεοελλ.
κυκλικό δέσιμο τών γυναικείων μαλλιών στην κορυφή, κότσος
αρχ.
επιστροφή στο ίδιο σημείο, κύκλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”